μήνας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎{{μεταφράσεις}}: Ντογκόν - είναι οικογένεια γλωσσών - δεν υπάρχει κωδικός dog -
{{el-κλίση-'μήνας'}}
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{δείτε|μίνας|Μίνας|Μηνάς|:Κατηγορία:Μήνες}}
{{δείτε|μίνας|Μίνας|Μηνάς|:Κατηγορία:Μήνες}}
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίση-'γαλαξίας'|γε2=ός}}
{{el-κλίση-'μήνας'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|gkm|el|μήνας}} < {{κλη|grc|el|μήν}} < {{ετυμ|grk-pro|el|*méns}} < {{ετυμ|ine-pro}} {{*}}*''mḗh₁n̥s'' < {{*}}''meh₁''- ([[μετρώ]]). Συγγενής η {{l|mensis|la|lang=4}}, τα ''{{en}}:'' [[moon]], [[month]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|gkm|el|μήνας}} < {{κλη|grc|el|μήν}} < {{ετυμ|grk-pro|el|*méns}} < {{ετυμ|ine-pro}} {{*}}*''mḗh₁n̥s'' < {{*}}''meh₁''- ([[μετρώ]]). Συγγενής η {{l|mensis|la|lang=4}}, τα ''{{en}}:'' [[moon]], [[month]]

Αναθεώρηση της 11:08, 22 Ιανουαρίου 2021

Δείτε επίσης: μίνας, Μίνας, Μηνάς, Κατηγορία:Μήνες

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μήνας οι μήνες
      γενική του μήνα
μηνός
των μηνών
    αιτιατική τον μήνα τους μήνες
     κλητική μήνα μήνες
Κατηγορία όπως «μήνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μήνας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μήνας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μήν < πρωτοελληνική *méns < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή **mḗh₁n̥s < *meh₁- (μετρώ). Συγγενής η λατινική mensis, τα αγγλικά: moon, month

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: μή‐νας
ομόηχο: μίνας
τονικό παρώνυμο: Μηνάς

Ουσιαστικό

μήνας αρσενικό

  • περίοδος διαίρεσης του έτους, βασισμένη ιστορικά στις φάσεις της Σελήνης. Το γρηγοριανό ημερολόγιο έχει δώδεκα μήνες.
    Καλό μήνα! : ευχή που κάνουμε την πρώτη του κάθε μηνός

Εκφράσεις

  • είναι στο μήνα της: λέγεται για έγκυο η οποία βρίσκεται στον τελευταίο μήνα της εγκυμοσύνης της
  • εννιά έχει ο μήνας: πλήρης αδιαφορία, πέρα βρέχει
  • καλό μήνα!
  • μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει: λέγεται για να δείξει μόνιμες μηνιαίες υποχρεώσεις ή αποδοχές
    τι ανάγκη έχεις εσύ; μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει παίρνεις τα νοίκια σου και είσαι οκέι
  • μήνας του μέλιτος
  • ο μήνας που θρέφει τους έντεκα:
  • το μήνα που δεν έχει Σάββατο: ποτέ

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις