δεύτερος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎{{εκφράσεις}}: +σε δεύτερη μοίρα
Tsopamatsopa (συζήτηση | συνεισφορές)
→‎Μεταφράσεις: Προστέθηκε περιεχόμενο
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 84: Γραμμή 84:
<!-- * {{cy}} : {{τ|cy|XXX}} -->
<!-- * {{cy}} : {{τ|cy|XXX}} -->
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|ΧΧΧ}} -->
* {{uk}} : {{τ|uk|другий}}
<!-- * {{uz}} : {{τ|uz|XXX}} -->
<!-- * {{uz}} : {{τ|uz|XXX}} -->
<!-- * {{ur}} : {{τ|ur|XXX}} -->
<!-- * {{ur}} : {{τ|ur|XXX}} -->

Αναθεώρηση της 23:19, 27 Ιανουαρίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεύτερος η δεύτερη το δεύτερο
      γενική του δεύτερου της δεύτερης του δεύτερου
    αιτιατική τον δεύτερο τη δεύτερη το δεύτερο
     κλητική δεύτερε δεύτερη δεύτερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεύτεροι οι δεύτερες τα δεύτερα
      γενική των δεύτερων των δεύτερων των δεύτερων
    αιτιατική τους δεύτερους τις δεύτερες τα δεύτερα
     κλητική δεύτεροι δεύτερες δεύτερα
* λόγια γενική ενικού: δευτέρου
* λόγια μορφή του θηλυκού: δευτέρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δεύτερος < αρχαία ελληνική δεύτερος < δύο

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; θηλυκό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο

Αριθμητικό

δεύτερος -η/-α -ο

  1. (τακτικό) που ακολουθεί τον πρώτο και προηγειται του τριτου , που αντιστοιχεί στη θέση υπ' αριθμόν δύο (2)
    ήρθε δεύτερος και καταϊδρωμένος
    η κόρη μου πάει στη δευτέρα τάξη
  2. κατώτερος σε ποιότητα ή τάξη
    δεύτερης ποιότητας, δευτέρας διαλογής
  3. (λαϊκότροπο) εφεδρικός, η λέξη εφεδρικός προτιμάται προς αποφυγήν παρανοήσεων

Εκφράσεις

  • (από) δεύτερο χέρι : για κάτι μεταχειρισμένο
  • σε δεύτερη μοίρα : παραγκωνισμένο, υποβιβασμένο, υποδεέστερης σημασίας

Συγγενικά

Σύνθετα

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις