χρώμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Atipicidade (συζήτηση | συνεισφορές)
μ pwb.py αντικαταστάσεις στο ΔΦΑ βάσει Ψηφοφορίας
Γραμμή 5: Γραμμή 5:


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|ˈxɾɔ.ma|γλ=el}}
{{ΔΦΑ|ˈxɾo.ma|γλ=el}}
==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}

Αναθεώρηση της 23:01, 12 Φεβρουαρίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρώμα τα χρώματα
      γενική του χρώματος των χρωμάτων
    αιτιατική το χρώμα τα χρώματα
     κλητική χρώμα χρώματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρώμα < αρχαία ελληνική χρῶμα < χρώς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰrēw- ‎(αλέθω, τρίβω) < *gʰer- (τρίβω)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

χρώμα ουδέτερο

  1. ένα φυσικό χαρακτηριστικό των υλικών σωμάτων που εξαρτάται από το ποια μήκη κύματος ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας αντανακλώνται στην επιφάνειά τους
  2. μια συγκεκριμένη σύνθεση ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων μέσα στο ορατό φάσμα, που γίνεται αντιληπτή ως ομάδα
  3. απόχρωση, σε αντίθεση με τα αχρωματικά χρώματα (μαύρο, άσπρο και τα γκρίζα)
  4. ο τόνος του ανθρωπίνου δέρματος, ειδικά σαν φυλετική ή εθνική ένδειξη
  5. η βαφή, η μπογιά, η χρωστική ουσία
  6. (μεταφορικά) ενδιαφέρον, ειδικά σε μια ειδική περιοχή
  7. Πρότυπο:χαρτοπαίγνια οποιαδήποτε από τις 4 φυλές της κλασικής τράπουλας

Συγγενικά

Σύνθετα

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις