ασβέστης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
συλλ
ref
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{δείτε|ἀσβέστης}}
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίση-'ναύτης'}}
{{προσχέδιο}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μσν}} < {{αρχ|ἄσβεστος}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|gkm|el|ἀσβέστης}} < {{λ|ἀσβέστιν|gkm}}<ref>{{Π:ΛΚΝ}}</ref> < {{αρχ|ἄσβεστος}}


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
Γραμμή 44: Γραμμή 45:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-μέση}}
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 64: Γραμμή 64:
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}

==={{αναφορές}}===
<references/>


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 13:19, 16 Φεβρουαρίου 2021

Δείτε επίσης: ἀσβέστης

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασβέστης οι ασβέστες
      γενική του ασβέστη των ασβεστών
    αιτιατική τον ασβέστη τους ασβέστες
     κλητική ασβέστη ασβέστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασβέστης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀσβέστης < ἀσβέστιν[1] < αρχαία ελληνική ἄσβεστος

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐σβέ‐στης

Ουσιαστικό

ασβέστης αρσενικό και λόγιο άσβεστος

  • υλικό λευκού χρώματος που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό ή για βάψιμο και απολύμανση επιφανειών (τοίχων, πεζοδρομίων)

Συγγενικά

Ψευδόφιλες λέξεις

Μεταφράσεις

Αναφορές