όργανο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Anadelph2 (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Προσθήκη κενού «ευτυχώς»
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'πρόσωπο'}}
{{el-κλίση-'πρόσωπο'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
'''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ὄργανον]] < {{ιε}} *''werǵ''- ([[εργάζομαι]], [[δημιουργώ]])
'''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ὄργανον]] < {{ιε}} *''werǵ''- ([[εργάζομαι]], [[δημιουργώ]])
Γραμμή 9: Γραμμή 9:
# (''βιολογία'') σύνολο ιστών που αποτελούν οργανική ενότητα και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία σε έναν ζωντανό οργανισμό
# (''βιολογία'') σύνολο ιστών που αποτελούν οργανική ενότητα και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία σε έναν ζωντανό οργανισμό
#: ''το μάτι είναι το '''όργανο''' της όρασης'
#: ''το μάτι είναι το '''όργανο''' της όρασης'
#: ''η σφαίρα ευτυχώςδεν έπληξε κανένα ζωτικό '''όργανο''' του θύματος''
#: ''η σφαίρα ευτυχώς δεν έπληξε κανένα ζωτικό '''όργανο''' του θύματος''
# (''μουσική'') αντικείμενο που με τον κατάλληλο χειρισμό μπορεί να παραγάγει μουσικούς φθόγγους
# (''μουσική'') αντικείμενο που με τον κατάλληλο χειρισμό μπορεί να παραγάγει μουσικούς φθόγγους
#: ''ξέρει να παίζει πιάνο, αλλά και κιθάρα και άλλα έγχορδα '''όργανα'''''
#: ''ξέρει να παίζει πιάνο, αλλά και κιθάρα και άλλα έγχορδα '''όργανα'''''

Αναθεώρηση της 21:09, 18 Φεβρουαρίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όργανο τα όργανα
      γενική του οργάνου
όργανου
των οργάνων
    αιτιατική το όργανο τα όργανα
     κλητική όργανο όργανα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

όργανο < αρχαία ελληνική ὄργανον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *werǵ- (εργάζομαι, δημιουργώ)

Ουσιαστικό

όργανο ουδέτερο

  1. αυτό που χρησιμεύει στην εκτέλεση μιας εργασίας
  2. (βιολογία) σύνολο ιστών που αποτελούν οργανική ενότητα και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία σε έναν ζωντανό οργανισμό
    το μάτι είναι το όργανο της όρασης'
    η σφαίρα ευτυχώς δεν έπληξε κανένα ζωτικό όργανο του θύματος
  3. (μουσική) αντικείμενο που με τον κατάλληλο χειρισμό μπορεί να παραγάγει μουσικούς φθόγγους
    ξέρει να παίζει πιάνο, αλλά και κιθάρα και άλλα έγχορδα όργανα
  4. το εκκλησιαστικό όργανο
  5. έντυπο που εκδίδεται από ένα κόμμα και εκφράζει τις πολιτικές του απόψεις
    ο "Ριζοσπάστης" είναι όργανο της ΚΕ του ΚΚΕ
  6. άνθρωπος που δρα κατόπιν εντολών χωρίς δική του πρωτοβουλία
  7. το αστυνομικό όργανο, ένας αστυνομικός

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις