εγκατάλειψη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{el-κλίση-'δύναμη'}}
ετυμο+ref, ενημέρωση ΔΦΑ, συλλ
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{προσχέδιο}}
{{el-κλίση-'δύναμη'}}
{{el-κλίση-'δύναμη'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
:'''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc|el|ἐγκατάλειψις}} ([[υπόλειμμα]]) ([[-σις]] > [[-ση]]) < [[ἐγκαταλείπω]]<ref>{{Π:ΛΚΝ}}}</ref> {{π|εγ-|000=-}}
:'''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|ɛŋ.ɡaˈta.li.psi|γλ=el}}
{{ΔΦΑ|γλ=el|eŋ.ɡaˈta.li.psi}}
: {{συλλ|εγ|κα|τά|λει|ψη}}


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
# η ενέργεια και το αποτέλεσμα του [[εγκαταλείπω]]
# η ενέργεια και το αποτέλεσμα του [[εγκαταλείπω]]
#: ''η '''εγκατάλειψή''' του από τη μητέρα του τον σημάδεψε βαθιά''
#: {{πχ}} ''η '''εγκατάλειψή''' του από τη μητέρα του τον σημάδεψε βαθιά''
#: ''καταδικάστηκε σε φυλάκιση για '''εγκατάλειψη''' θύματος τροχαίου''
#: {{πχ}} ''καταδικάστηκε σε φυλάκιση για '''εγκατάλειψη''' θύματος τροχαίου''
#: ''αντίκρισαν στο έρημο σπίτι μια εικόνα πλήρους '''εγκατάλειψης'''''
#: {{πχ}} ''αντίκρισαν στο έρημο σπίτι μια εικόνα πλήρους '''εγκατάλειψης'''''

===={{συγγενικά}}====
* [[εγκαταλείπω]]
{{βλ|και=1|λείπω}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
Γραμμή 60: Γραμμή 64:
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}

==={{αναφορές}}===
<references/>


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 12:07, 24 Φεβρουαρίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγκατάλειψη οι εγκαταλείψεις
      γενική της εγκατάλειψης* των εγκαταλείψεων
    αιτιατική την εγκατάλειψη τις εγκαταλείψεις
     κλητική εγκατάλειψη εγκαταλείψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγκαταλείψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγκατάλειψη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγκατάλειψις (υπόλειμμα) (-σις > -ση) < ἐγκαταλείπω[1]

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγ‐κα‐τά‐λει‐ψη

Ουσιαστικό

εγκατάλειψη θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εγκαταλείπω
    η εγκατάλειψή του από τη μητέρα του τον σημάδεψε βαθιά
    καταδικάστηκε σε φυλάκιση για εγκατάλειψη θύματος τροχαίου
    αντίκρισαν στο έρημο σπίτι μια εικόνα πλήρους εγκατάλειψης

Συγγενικά

→ και δείτε τη λέξη λείπω

Μεταφράσεις

Αναφορές