εξογκώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ενημέρωση προτύπων θεμάτων ΔΦΑ συλλ
Γραμμή 2: Γραμμή 2:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el|ἐξογκόω}} / [[ἐξογκῶ]] + {{π|-ώνω}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|0=-|grc|el|ἐξογκῶ|ἐξογκ(ῶ)}}, συνηρημένος τύπος του {{π|εξ-|000=-}} [[ἐξογκόω]] + [[-ώνω]] {{βλ|και=2|όγκος}}


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|ε.ksɔŋ.ˈɟɔ.nɔ|γλ=el}}
{{ΔΦΑ|γλ=el|e.ksoŋˈɡo.no}}
: {{συλλ|ε|ξο|γκώ|νω}}
: {{συλλ|παλ=1|εξ|ογ|κώ|νω}}


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|αορ=εξόγκωσα|π-εν=εξογκώνομαι|π-αορ=εξογκώθηκα|μππ=εξογκωμένος}}
'''{{PAGENAME}}''' ({{παθ}}: [[εξογκώνομαι]])
#{{γραφή του|διογκώνω|μορφ}}, [[αυξάνω]] τον [[όγκο]]
# {{γρ|διογκώνω|μορφή}}, [[αυξάνω]] τον [[όγκο]]
#[[προκαλώ]] την [[εμφάνιση]] [[εξόγκωμα|εξογκώματος]]
# [[προκαλώ]] την [[εμφάνιση]] [[εξόγκωμα|εξογκώματος]]
#{{μτφρ}} [[δίνω]] σε κάτι μεγαλύτερη [[σημασία]] ή [[αξία]] απ’ όση [[πραγματικά]] [[έχω|έχει]]
# {{ετ|μτφρ}} [[δίνω]] σε κάτι μεγαλύτερη [[σημασία]] ή [[αξία]] απ’ όση [[πραγματικά]] [[έχω|έχει]]


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
Γραμμή 17: Γραμμή 19:
* [[εξογκωμένος]]
* [[εξογκωμένος]]
* [[εξόγκωση]]
* [[εξόγκωση]]
*{{βλ|όγκος}}
* {{βλ|και=1|όγκος}}


===={{κλίση}}====
===={{κλίση}}====
{{el-κλίσ-'δηλώνω'}}
{{el-κλίσ-'δηλώνω'}}
{{el-κλίσ-'δηλώνω'|πρ1=|παρακΒ=1}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
Γραμμή 70: Γραμμή 73:
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}

[[Κατηγορία:Ρήματα σε -ώνω]]


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 14:50, 2 Μαρτίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξογκώνω < αρχαία ελληνική ἐξογκ(ῶ), συνηρημένος τύπος του ἐξογκόω + -ώνω → δείτε και τη λέξη όγκος

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξο‐γκώ‐νω
παλιότερος συλλαβισμός: εξ‐ογ‐κώ‐νω

Ρήμα

εξογκώνω, αόρ.: εξόγκωσα, παθ.φωνή: εξογκώνομαι, π.αόρ.: εξογκώθηκα, μτχ.π.π.: εξογκωμένος

  1. άλλη μορφή του διογκώνω, αυξάνω τον όγκο
  2. προκαλώ την εμφάνιση εξογκώματος
  3. (μεταφορικά) δίνω σε κάτι μεγαλύτερη σημασία ή αξία απ’ όση πραγματικά έχει

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις