ξαπλώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ενημέρωση προτύπων, data παραθέματος, // + μσν
Γραμμή 2: Γραμμή 2:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < [[ἐξαπλώνω]] < {{αρχ|ἐξαπλῶ}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|gkm|el|ξαπλώνω}} < {{λ|ἐξαπλώνω|gkm}} < {{etym|grc-koi|el|ἐξαπλῶ}}


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{el-ρήμα|ξάπλωνα|ξαπλώσω|ξάπλωσα|ξαπλώνομαι|ξαπλωμένος}}
'''{{PAGENAME}}''' {{el-ρήμα|ξάπλωνα|ξαπλώσω|ξάπλωσα|ξαπλώνομαι|π-αορ=ξαπλώθηκα|ξαπλωμένος}}
* {{αμτβ}}
# {{αμτβ}}
# τοποθετώ τον εαυτό μου σε οριζόντια θέση
## τοποθετώ τον εαυτό μου σε οριζόντια θέση
# πέφτω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ ή απλώς να ξεκουραστώ
## πέφτω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ ή απλώς να ξεκουραστώ
#: ''θα πάω να '''ξαπλώσω''' για λίγο''
##: {{πχ}} ''θα πάω να '''ξαπλώσω''' για λίγο''
* {{μτβ}}
# {{μτβ}}
# τοποθετώ κάποιον σε οριζόντια θέση, στο κρεβάτι
## τοποθετώ κάποιον σε οριζόντια θέση, στο κρεβάτι
#: {{παράθεμα}} ''Με '''ξάπλωσαν''' πάνω σ' ένα τραπέζι με ρόδες.'' ({{β|Θανάσης Βαλτινός}}, ''Ο γύψος'')
##: {{παράθεμα}} ''Με '''ξάπλωσαν''' πάνω σ' ένα τραπέζι με ρόδες.'' ({{β|Θανάσης Βαλτινός}}, διήγημα «Ο γύψος» στο ''{{β|Δεκαοχτώ κείμενα}}'' (1970) Αθήνα: Κέδρος)
# ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα
## ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα


===={{παράγωγα}}====
===={{παράγωγα}}====
Γραμμή 76: Γραμμή 76:
* {{en}} : {{τ|en|lay down}}
* {{en}} : {{τ|en|lay down}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}

{{κλείδα-ελλ}}


[[Κατηγορία:Ρήματα σε -ώνω]]
[[Κατηγορία:Ρήματα σε -ώνω]]


----

=={{-gkm-}}==

==={{ρήμα|gkm}}===
'''{{PAGENAME}}'''
* {{γρ|ἐξαπλώνω|μορφή}}

{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 20:50, 14 Μαρτίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξαπλώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξαπλώνω < ἐξαπλώνω < ελληνιστική κοινή ἐξαπλῶ

Ρήμα

ξαπλώνω , πρτ.: ξάπλωνα, στ.μέλλ.: θα ξαπλώσω, αόρ.: ξάπλωσα, παθ.φωνή: ξαπλώνομαι, π.αόρ.: ξαπλώθηκα, μτχ.π.π.: ξαπλωμένος

  1. (αμετάβατο)
    1. τοποθετώ τον εαυτό μου σε οριζόντια θέση
    2. πέφτω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ ή απλώς να ξεκουραστώ
      θα πάω να ξαπλώσω για λίγο
  2. (μεταβατικό)
    1. τοποθετώ κάποιον σε οριζόντια θέση, στο κρεβάτι
      ※  Με ξάπλωσαν πάνω σ' ένα τραπέζι με ρόδες. (Θανάσης Βαλτινός, διήγημα «Ο γύψος» στο Δεκαοχτώ κείμενα (1970) Αθήνα: Κέδρος)
    2. ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα

Παράγωγα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ρήμα

ξαπλώνω