έτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
{{el-κλίση-'δάσος'}}
μ pwb.py ενημέρωση ΔΦΑ
Γραμμή 5: Γραμμή 5:


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|ˈɛ.tɔs|γλ=el}}
{{ΔΦΑ|ˈe.tos|γλ=el}}
==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}

Αναθεώρηση της 04:15, 23 Μαρτίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έτος τα έτη
      γενική του έτους των ετών
    αιτιατική το έτος τα έτη
     κλητική έτος έτη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έτος < αρχαία ελληνική ἔτος < ϝέτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wétos < *wet- (έτος) + *-os

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

έτος ουδέτερο

  1. χρονική περίοδος κατά την οποία η γη συμπληρώνει μία πλήρη περιφορά γύρω από τον ήλιο
  2. χρονική περίοδος αντίστοιχη με το χρόνο περιφοράς της γης γύρω από τον ήλιο· ισοδυναμεί με 12 μήνες ή 365 μέρες, όμως καθορίζεται συμβατικά από τις ανθρώπινες κοινωνίες και κατά καιρούς διαφέρει
    σεληνιακό έτος, δίσεκτο έτος
  3. χρονική περίοδος που σχετίζεται με έναν ετήσιο κύκλο ανθρώπινων δραστηριοτήτων
    οικονομικό έτος, σχολικό έτος, ακαδημαϊκό έτος

Εκφράσεις

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα
Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις