ένδικος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
αντικατάσταση ετυμ grc-koi |
ενημέρωση ΔΦΑ συλλ ref |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{δείτε|ἔνδικος|ζενδικός}} |
{{δείτε|ἔνδικος|ζενδικός}} |
||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el- |
{{el-κλίση-'όμορφος'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc-koi|el|ἔνδικος}} (αναφερόμενος σε [[δικαστήριο]]) < {{ετυμ|grc}} ''σημασία:'' [[νόμιμος]]<ref>{{Π:ΛΚΝ}}</ref> {{π|έν|000=-}} |
||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
{{ΔΦΑ |
{{ΔΦΑ|γλ=el|ˈen.ði.kos}} |
||
: {{συλλ|έν|δι|κος}} |
|||
==={{επίθετο|el}}=== |
==={{επίθετο|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο''' |
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο''' |
||
*{{νομ}} που προβλέπεται από τη [[δικονομία]] ή σχετίζεται μ’ |
* {{ετ|νομ}} που προβλέπεται από τη [[δικονομία]] ή σχετίζεται μ’ αυτήν |
||
===={{πολυλεκτικοί όροι}}==== |
===={{πολυλεκτικοί όροι}}==== |
||
* |
* [[ένδικο μέσο]]: {{ετ|νομ}} όπως [[αναίρεση]], [[ανακοπή]], [[αναψηλάφηση]], [[έφεση]] [[κ.ά.]] |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
Γραμμή 61: | Γραμμή 62: | ||
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} --> |
||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
==={{αναφορές}}=== |
|||
<references/> |
|||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 06:25, 23 Μαρτίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ένδικος | η | ένδικη | το | ένδικο |
γενική | του | ένδικου | της | ένδικης | του | ένδικου |
αιτιατική | τον | ένδικο | την | ένδικη | το | ένδικο |
κλητική | ένδικε | ένδικη | ένδικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ένδικοι | οι | ένδικες | τα | ένδικα |
γενική | των | ένδικων | των | ένδικων | των | ένδικων |
αιτιατική | τους | ένδικους | τις | ένδικες | τα | ένδικα |
κλητική | ένδικοι | ένδικες | ένδικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
- ένδικος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔνδικος (αναφερόμενος σε δικαστήριο) < αρχαία ελληνική σημασία: νόμιμος[1]
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έν‐δι‐κος
Επίθετο
ένδικος, -η, -ο
- (νομικός όρος) που προβλέπεται από τη δικονομία ή σχετίζεται μ’ αυτήν
Πολυλεκτικοί όροι
- ένδικο μέσο: (νομικός όρος) όπως αναίρεση, ανακοπή, αναψηλάφηση, έφεση κ.ά.
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ↑ ένδικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)