τιμή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→{{-grc-}}: {{R:perseus |
→{{-grc-}}: {{grc-κλίσ-'τιμή'}} |
||
Γραμμή 168: | Γραμμή 168: | ||
=={{-grc-}}== |
=={{-grc-}}== |
||
{{grc-κλίσ-'τιμή'}} |
|||
{{λείπει η κλίση|grc}} |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|ine-pro|grc|*kʷi-mā-}} < {{ιε}} {{λ|*kʷei-|ine-pro}} (τιμή, [[αξία]]) |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|ine-pro|grc|*kʷi-mā-}} < {{ιε}} {{λ|*kʷei-|ine-pro}} (τιμή, [[αξία]]) |
Αναθεώρηση της 12:37, 16 Απριλίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τιμή | οι | τιμές |
γενική | της | τιμής | των | τιμών |
αιτιατική | την | τιμή | τις | τιμές |
κλητική | τιμή | τιμές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- τιμή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τιμή
- μαθηματική τιμή < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική valeur [1]
Ουσιαστικό
τιμή θηλυκό
- το χρηματικό ποσό που πληρώνει κανείς για να αποκτήσει ένα ορισμένο πράγμα ή υπηρεσία
- ο σεβασμός που έχουν ή δείχνουν άλλοι για κάποιον, και η δήλωση αυτού του σεβασμού
- η προσωπική αντίληψη κάποιου για τη δική του αξία που απορρέει από τη φύση του ως ανθρώπου
- η καλή φήμη κάποιου η οποία στηρίζεται στην προσωπική αίσθηση του ηθικού ορθού και δικαίου
- προνόμιο
- ήταν τιμή μου να γευματίσω με τον τάδε
- (μαθηματικά) μέγεθος ή ποσότητα που εκφράζει μια μεταβλητή
- (προγραμματισμός) value: το περιεχόμενο μεταβλητής (variable) ή το αποτέλεσμα συνάρτησης (return value) που μπορεί να είναι ένας αρχέγονος τύπος (primitive) ή ένας σύνθετος (composite data type)
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
τιμ-
τιμ-
- αδιατίμητος
- αληθοτιμή
- αλληλοεκτίμηση
- ανατίμηση
- ανατιμητικός
- ανατιμώ
- ανεκτίμητος
- ανέντιμος
- ανισοτιμία
- ανισότιμος
- αντίτιμο
- αξετίμητος
- αξιότιμος
- αποτίμηση
- αποτιμώ
- ατιμάζω & συγγενικά
- ατιμία
- άτιμος
- ατίμητος
- ατιμώνω
- ατίμωση
- ατιμωτικός
- αφιλοτιμία
- αφιλότιμος
- βαρύτιμος
- διατίμηση
- διατιμώ
- εκτίμηση
- εκτιμώ & συγγενικά
- έντιμος
- εντιμότητα
- επανεκτίμηση
- επανεκτιμώ
- επιτίμηση
- επιτίμιο
- επιτιμώ & συγγενικά
- ερίτιμος
- ημιπολύτιμος
- ισοτιμία
- ισότιμος
- μισοτιμής
- ομότιμος
- πανέντιμος
- πολύτιμος
- πρόστιμο
- προτίμηση
- προτιμάω, προτιμώ
- προτιμητέος
- προτιμολόγηση
- προτιμολογώ
- προτιμότερος
- συνεκτιμώ
- τιμάω, τιμώ & σύνθετα, συγγενικά
- τιμαλφή
- τιμαριθμοποιώ & συγγενικά
- τιμάριθμος
- τίμημα
- τιμημένος
- τιμητής
- τιμητικός
- τίμιος
- τιμιότητα
- τιμοκατάλογος
- τιμολόγηση
- τιμολογιακός
- τιμολογώ
- τιμωρός & συγγενικά
- υπερεκτίμηση
- υπερεκτιμώ
- υπερτίμηση
- υπερτιμολόγηση
- υπερτιμώ
- υποτίμηση
- υποτιμητικός
- υποτιμώ
- φιλοτιμία
- φιλότιμο
- φιλότιμος
- φιλοτιμώ
- ψωροφιλότιμο
- ψωροφιλότιμος
Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-τιμος»
Μεταφράσεις
χρηματική αξία
Αναφορές
- ↑ τιμή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πρότυπο:grc-κλίσ-'τιμή'
Ετυμολογία
- τιμή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷi-mā- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷei- (τιμή, αξία)
Ουσιαστικό
τιμή θηλυκό
- η ένδειξη σεβασμού, η αναγνώριση της αξίας
- το αξίωμα, η εξουσία
- (κατ’ επέκταση) το πρόσωπο που έχει αξίωμα
- η τιμητική προσφορά
- ο προσδιορισμός της περιουσίας
- η εκτίμηση της ζημιάς
- (συνεκδοχικά) η αποζημίωση σαν ποινή
Συγγενικά
- τιμάω, τιμῶ & συγγενικά
- τίω
- Λέξεις με τιμη- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- Λέξεις με τιμο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
- τιμή - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- τιμή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τιμή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)