πυρίτιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
ενημέρωση προτύπων |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{στοιχείο|Si|14|αργίλιο|Al|φωσφόρος|P}} |
{{στοιχείο|Si|14|αργίλιο|Al|φωσφόρος|P}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{γραπτηεμφ|1873}} [[πυρίτης]] ([[λίθος]]), {{μτφδ|en|el|silicon}} |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{καθαρ}} [[πυρίτιον]] {{γραπτηεμφ|1873}} < [[πυρίτης]] ([[λίθος]]), {{μτφδ|text=1|en|el|silicon}} |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{οεν}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{οεν}} |
||
* {{χημ}} [[μεταλλοειδές]] [[χημικό στοιχείο]], με [[ατομικός αριθμός|ατομικό αριθμό]] 14 και [[χημικό σύμβολο]] το '''[[Si]]''' και χρησιμοποιείται ευρέως στην κατασκευή [[ολοκληρωμένο κύκλωμα|ολοκληρωμένων κυκλωμάτων]] |
* {{ετ|χημ}} [[μεταλλοειδές]] [[χημικό στοιχείο]], με [[ατομικός αριθμός|ατομικό αριθμό]] 14 και [[χημικό σύμβολο]] το '''[[Si]]''' και χρησιμοποιείται ευρέως στην κατασκευή [[ολοκληρωμένο κύκλωμα|ολοκληρωμένων κυκλωμάτων]] |
||
{{el-κλίση-'βούτυρο'|παρατήρηση=Συνήθως στον ενικό.}} |
{{el-κλίση-'βούτυρο'|παρατήρηση=Συνήθως στον ενικό.}} |
||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
*[[πυρίτης]] |
* [[πυρίτης]] |
||
*[[πυρίτιδα]] |
* [[πυρίτιδα]] |
||
*[[πυριτικός]] |
* [[πυριτικός]] |
||
*[[πυριτιούχος]] |
* [[πυριτιούχος]] |
||
===={{σύνθετα}}==== |
===={{σύνθετα}}==== |
||
*[[πυριτιοποιώ]] |
* [[πυριτιοποιώ]] |
||
*[[τετραχλωροπυρίτιο]] |
* [[τετραχλωροπυρίτιο]] |
||
*[[τετραφθοροπυρίτιο]] |
* [[τετραφθοροπυρίτιο]] |
||
==={{βλέπε}}=== |
===={{βλέπε}}==== |
||
{{ΒΠ}} |
{{ΒΠ}} |
||
{{clear}} |
|||
==={{μεταφράσεις}}=== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|silicon}} |
* {{en}} : {{τ|en|silicon}} |
Αναθεώρηση της 17:43, 25 Απριλίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- πυρίτιο < (καθαρεύουσα) πυρίτιον (μαρτυρείται από το 1873) < πυρίτης (λίθος), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική silicon
Ουσιαστικό
πυρίτιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλοειδές χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 14 και χημικό σύμβολο το Si και χρησιμοποιείται ευρέως στην κατασκευή ολοκληρωμένων κυκλωμάτων
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πυρίτιο | τα | πυρίτια |
γενική | του | πυρίτιου & πυριτίου |
των | πυρίτιων & πυριτίων |
αιτιατική | το | πυρίτιο | τα | πυρίτια |
κλητική | πυρίτιο | πυρίτια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Συγγενικά
Σύνθετα
Δείτε επίσης
- πυρίτιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)