πιεζοηλεκτρικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ προσθήκη el-κλίσ-'καλός' στα -ικός
μ Ρομπότ: Αυτόματη αντικατάσταση κειμένου (-{{el-κλίσ-'καλός'}} +{{el-κλίση-'καλός'}})
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{προσχέδιο|el}}
{{προσχέδιο|el}}
{{el-κλίσ-'καλός'}}
{{el-κλίση-'καλός'}}


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===

Αναθεώρηση της 14:30, 8 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιεζοηλεκτρικός η πιεζοηλεκτρική το πιεζοηλεκτρικό
      γενική του πιεζοηλεκτρικού της πιεζοηλεκτρικής του πιεζοηλεκτρικού
    αιτιατική τον πιεζοηλεκτρικό την πιεζοηλεκτρική το πιεζοηλεκτρικό
     κλητική πιεζοηλεκτρικέ πιεζοηλεκτρική πιεζοηλεκτρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιεζοηλεκτρικοί οι πιεζοηλεκτρικές τα πιεζοηλεκτρικά
      γενική των πιεζοηλεκτρικών των πιεζοηλεκτρικών των πιεζοηλεκτρικών
    αιτιατική τους πιεζοηλεκτρικούς τις πιεζοηλεκτρικές τα πιεζοηλεκτρικά
     κλητική πιεζοηλεκτρικοί πιεζοηλεκτρικές πιεζοηλεκτρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πιεζοηλεκτρικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

πιεζοηλεκτρικός

  • που αναφέρεται στον πιεζοηλεκτρισμό, στην δυνατότητα μερικών κρυσταλλικών υλικών να παράγουν ηλεκτρική τάση όταν δέχονται μηχανική τάση ή πίεση

Μεταφράσεις