δημόσιος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ προσθήκη {{clear}}
Γραμμή 21: Γραμμή 21:
* {{βλ|δήμος}}
* {{βλ|δήμος}}


{{clear}}
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 10:28, 16 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δημόσιος η δημόσια το δημόσιο
      γενική του δημόσιου της δημόσιας του δημόσιου
    αιτιατική τον δημόσιο τη δημόσια το δημόσιο
     κλητική δημόσιε δημόσια δημόσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δημόσιοι οι δημόσιες τα δημόσια
      γενική των δημόσιων των δημόσιων των δημόσιων
    αιτιατική τους δημόσιους τις δημόσιες τα δημόσια
     κλητική δημόσιοι δημόσιες δημόσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δημόσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δημόσιος (κοινός)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: δη‐μό‐σι‐ος

Επίθετο

δημόσιος, -ια -ιο

  • κάποιος που προορίζεται για τον λαό
    αυτό είναι ένα δημόσιο πάρκο
  • μπροστά σε κοινό
    έκανε δημόσια δήλωση

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές