κίνδυνος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ προσθήκη {{clear}}
μ μείον άχρηστες ενδογραμμές
Γραμμή 22: Γραμμή 22:
* [[ριψοκίνδυνος]]
* [[ριψοκίνδυνος]]
{{))}}
{{))}}

{{clear}}
{{clear}}
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 17:04, 23 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κίνδυνος οι κίνδυνοι
      γενική του κινδύνου
κίνδυνου
των κινδύνων
    αιτιατική τον κίνδυνο τους κινδύνους
     κλητική κίνδυνε κίνδυνοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κίνδυνος < αρχαία ελληνική κίνδυνος

Ουσιαστικό

κίνδυνος αρσενικό

  • οποιαδήποτε δυνατότητα έλευσης απώλειας ή ζημίας (ζωής ή αγαθών)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κίνδυνος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κίνδυνος αρσενικό

Συγγενικά

Πηγές