κολατσιό: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ προσθήκη {{clear}} |
μ μείον άχρηστες ενδογραμμές |
||
Γραμμή 26: | Γραμμή 26: | ||
* [[κολάτσισμα]] |
* [[κολάτσισμα]] |
||
* [[κολατσισμένος]] |
* [[κολατσισμένος]] |
||
{{clear}} |
{{clear}} |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 17:09, 23 Μαΐου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κολατσιό | τα | κολατσιά |
γενική | του | κολατσιού | των | κολατσιών |
αιτιατική | το | κολατσιό | τα | κολατσιά |
κλητική | κολατσιό | κολατσιά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- κολατσιό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κολατσιό / κολατσίον < βενετική colazion / ιταλικά colazione < λατινική collatio < confero < fero
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐λα‐τσιό
Ουσιαστικό
κολατσιό ουδέτερο
- (γαστρονομία) κάτι πρόχειρο που τρώγεται μεταξύ των κυρίως γευμάτων
- ※ Δημιουργεί τα πιο νόστιμα και τα πιο εμφανίσιμα κολατσιά για τα δύο της παιδιά και εμείς οι υπόλοιποι ζηλεύουμε. (*)
Άλλες μορφές
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)