ναύτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
+ ΑΡΧ
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
Γραμμή 31: Γραμμή 31:
* [[ναυτοσύνη]]
* [[ναυτοσύνη]]
{{βλ|και=1|ναυς}}
{{βλ|και=1|ναυς}}
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 15:25, 25 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναύτης οι ναύτες
      γενική του ναύτη
ναύτου
των ναυτών
    αιτιατική τον ναύτη τους ναύτες
     κλητική ναύτη ναύτες
Ο δεύτερος τύπος γενικής ενικού, λόγιος.
Σε όρους όπως Οίκος Ναύτου.
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ναύτης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ναύτης

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: ναύ‐της

Ουσιαστικό

ναύτης αρσενικό

  1. Πρότυπο:ναυτ μέλος του κατώτερου πληρώματος ενός πλοίου
  2. οπλίτης του πολεμικού ναυτικού με τον κατώτατο βαθμό

Πολυλεκτικοί όροι

Σύνθετα

και

Συγγενικά

→ και δείτε τη λέξη ναυς

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Πρότυπο:grc-κλίσ-'στρατιώτης'

Ετυμολογία

ναύτης < ναῦ(ς) + -της

Ουσιαστικό

ναύτης αρσενικό

  1. o ναύτης, o ναυτικός
  2. συνταξιδιώτης σε ναυτικό ταξίδι

Επίθετο

ναύτης

Συγγενικά

θέμα ναυτ- και δείτε ναῦς

Δείτε επίσης

με στερητικό ἀν-, διαφορετικού ετύμου

Πηγές