λαλιά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
Γραμμή 22: Γραμμή 22:
* [[λάλημα]]
* [[λάλημα]]
* [[λαλίστατος]]
* [[λαλίστατος]]
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 09:48, 26 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαλιά οι λαλιές
      γενική της λαλιάς των λαλιών
    αιτιατική τη λαλιά τις λαλιές
     κλητική λαλιά λαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαλιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λαλιά < λαλῶ

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐λιά

Ουσιαστικό

λαλιά θηλυκό

  1. η φωνή, η μιλιά, η ομιλία, η ικανότητα του να μιλάει κανείς
    έχασε τη λαλιά του
  2. η γλώσσα
    η ελληνική λαλιά

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις