βαρεμάρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση-
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
Γραμμή 15: Γραμμή 15:
* [[πλήξη]]
* [[πλήξη]]
* [[ανία]]
* [[ανία]]
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 18:55, 26 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαρεμάρα οι βαρεμάρες
      γενική της βαρεμάρας
    αιτιατική τη βαρεμάρα τις βαρεμάρες
     κλητική βαρεμάρα βαρεμάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαρεμάρα < βάρεμα + -άρα

Ουσιαστικό

βαρεμάρα θηλυκό

  • η κατάσταση κατά την οποία κάποιος βαριέται

Άλλες μορφές

Συνώνυμα

Μεταφράσεις