τραυματίας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των επεξεργασιών που έγιναν από τον 2A02:587:7408:CE00:C48F:80E7:1C7F:97C0 (συζήτηση) και επιστροφή στην τελευταία αναθεώρηση που είχε γίνει από τον Svlioras Ετικέτα: Επαναφορά |
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
||
Γραμμή 13: | Γραμμή 13: | ||
* [[πολυτραυματίας]] |
* [[πολυτραυματίας]] |
||
*{{βλ|τραύμα}} |
*{{βλ|τραύμα}} |
||
{{clear}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
Αναθεώρηση της 21:06, 26 Μαΐου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | τραυματίας | οι | τραυματίες |
γενική | του/της | τραυματία | των | τραυματιών |
αιτιατική | τον/την | τραυματία | τους/τις | τραυματίες |
κλητική | τραυματία | τραυματίες | ||
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- τραυματίας < αρχαία ελληνική τραυματίας
Ουσιαστικό
τραυματίας αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει υποστεί τραυματισμό, ο τραυματισμένος
- ※ ο απολογισμός του τραγικού τροχαίου ήταν δύο νεκροί και δύο τραυματίες
Σύνθετα
- τραυματιοφορέας
- πολυτραυματίας
- → δείτε τη λέξη τραύμα