πυροσβεστήρας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
συμπλήρωση λήμματος
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
Γραμμή 16: Γραμμή 16:
* [[πυρόσβεση]]
* [[πυρόσβεση]]
{{βλ|και=1|πυροσβέστης|πυρ|σβήνω}}
{{βλ|και=1|πυροσβέστης|πυρ|σβήνω}}
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 21:16, 26 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυροσβεστήρας οι πυροσβεστήρες
      γενική του πυροσβεστήρα των πυροσβεστήρων
    αιτιατική τον πυροσβεστήρα τους πυροσβεστήρες
     κλητική πυροσβεστήρα πυροσβεστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυροσβεστήρας < πυρο- + (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σβεστήρ απο την αιτιατική «τόν σβεστῆρα», μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική fire extinguisher[1]

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυ‐ρο‐σβε‐στή‐ρας

Ουσιαστικό

πυροσβεστήρας αρσενικό

Συγγενικά

→ και δείτε τις λέξεις πυροσβέστης, πυρ και σβήνω

Μεταφράσεις

Αναφορές