εκλιπών: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{el-κλίση-'παρών'
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
Γραμμή 24: Γραμμή 24:
** [[συγχωρεμένος]]
** [[συγχωρεμένος]]
** [[αφανισμένος]]
** [[αφανισμένος]]
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 17:44, 28 Μαΐου 2021

Δείτε επίσης: ἐκλιπών

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκλιπών η εκλιπούσα το εκλιπόν
      γενική του εκλιπόντος
εκλιπόντα1
της εκλιπούσας
εκλιπούσης*
του εκλιπόντος
    αιτιατική τον εκλιπόντα την εκλιπούσα το εκλιπόν
     κλητική εκλιπων εκλιπούσα εκλιπόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκλιπόντες οι εκλιπούσες τα εκλιπόντα
      γενική των εκλιπόντων των εκλιπουσών των εκλιπόντων
    αιτιατική τους εκλιπόντες τις εκλιπούσες τα εκλιπόντα
     κλητική εκλιπόντες εκλιπούσες εκλιπόντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «επιών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εκλιπών < αρχαία ελληνική ἐκλιπών, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἐκλείπω < ἐκ + λείπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *leykʷ- (λείπω)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐λι‐πών

Μετοχή

εκλιπών, -ούσα, -όν

Συνώνυμα

Μεταφράσεις