κρινοδάχτυλος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
Γραμμή 11: Γραμμή 11:
===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
*{{βλ|κρίνος|δάχτυλο}}
*{{βλ|κρίνος|δάχτυλο}}
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 16:44, 29 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρινοδάχτυλος η κρινοδάχτυλη το κρινοδάχτυλο
      γενική του κρινοδάχτυλου της κρινοδάχτυλης του κρινοδάχτυλου
    αιτιατική τον κρινοδάχτυλο την κρινοδάχτυλη το κρινοδάχτυλο
     κλητική κρινοδάχτυλε κρινοδάχτυλη κρινοδάχτυλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρινοδάχτυλοι οι κρινοδάχτυλες τα κρινοδάχτυλα
      γενική των κρινοδάχτυλων των κρινοδάχτυλων των κρινοδάχτυλων
    αιτιατική τους κρινοδάχτυλους τις κρινοδάχτυλες τα κρινοδάχτυλα
     κλητική κρινοδάχτυλοι κρινοδάχτυλες κρινοδάχτυλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κρινοδάχτυλος < κρίνος + -ο- + δάχτυλο + -ος

Επίθετο

κρινοδάχτυλος

  1. (ποιητικός τύπος) που έχει δάχτυλα λευκά, λεπτά και μακριά, σαν κρίνο
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κρινοδάχτυλο

Συγγενικά

Μεταφράσεις