κοσμώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
|||
Γραμμή 23: | Γραμμή 23: | ||
* [[ομορφαίνω]] |
* [[ομορφαίνω]] |
||
* [[διακοσμώ]] |
* [[διακοσμώ]] |
||
{{clear}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
Αναθεώρηση της 17:16, 29 Μαΐου 2021
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κοσμώ < αρχαία ελληνική κοσμῶ
Ρήμα
κοσμώ
- στολίζω
- ※ Το πάνω χείλος του κοσμούσε ένα πλούσιο καλοσχηματισμένο μουστάκι. (Τεύκρος Μιχαηλίδης (2006) Πυθαγόρεια Εγκλήματα [μυθιστόρημα])
- (μεταφορικά) προσδίδω αξία, τιμώ
Συγγενικά
- κόσμημα (βλέπε λέξη)
- κόσμηση (κόσμησις)
- κοσμητεία
- κοσμητικός
- κοσμήτορας - κοσμήτρια (κοσμήτωρ)