μεσόκοπος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
Γραμμή 10: Γραμμή 10:
===={{συνώνυμα}}====
===={{συνώνυμα}}====
*[[μεσήλικας]]
*[[μεσήλικας]]
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 20:13, 29 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσόκοπος η μεσόκοπη το μεσόκοπο
      γενική του μεσόκοπου της μεσόκοπης του μεσόκοπου
    αιτιατική τον μεσόκοπο τη μεσόκοπη το μεσόκοπο
     κλητική μεσόκοπε μεσόκοπη μεσόκοπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσόκοποι οι μεσόκοπες τα μεσόκοπα
      γενική των μεσόκοπων των μεσόκοπων των μεσόκοπων
    αιτιατική τους μεσόκοπους τις μεσόκοπες τα μεσόκοπα
     κλητική μεσόκοποι μεσόκοπες μεσόκοπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεσόκοπος < αρχαία ελληνική μεσόκοπος

Επίθετο

μεσόκοπος, -η, -ο

  • που βρίσκεται σε μια μέση (για τη ζωή ενός ανθρώπου) ηλικία, κάπου γύρω στα 50

Συνώνυμα

Μεταφράσεις