πασχάλιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
Γραμμή 23: Γραμμή 23:
** ''Γυναίκες, ἀθλητάδες, / παιδιῶν, ἡρώων κεφάλια, / σὲ ταχτικές ἀράδες / μὲς τὰ Μουσεῖα θωρᾷς, / '''καὶ χάνεις τὰ πασχάλια''' / χωρὶς νὰ τὸ νογᾷς.'' ([[w:Γεράσιμος Μαρκοράς|Γεράσιμος Μαρκοράς]], [[s:Φρονιμάδα|Φρονιμάδα]])
** ''Γυναίκες, ἀθλητάδες, / παιδιῶν, ἡρώων κεφάλια, / σὲ ταχτικές ἀράδες / μὲς τὰ Μουσεῖα θωρᾷς, / '''καὶ χάνεις τὰ πασχάλια''' / χωρὶς νὰ τὸ νογᾷς.'' ([[w:Γεράσιμος Μαρκοράς|Γεράσιμος Μαρκοράς]], [[s:Φρονιμάδα|Φρονιμάδα]])
** ''Ἀκόμη ὅμως μιὰ δραχμὴ γιὰ τὸν καπνὸ προσθέτει / καὶ '''χάνουν τὰ πασχάλια''' των οἱ τόσοι Περικλέτοι.'' ([[w:Γεώργιος Σουρής|Γεώργιος Σουρής]], [[s:Ο θησαυρός της θάλασσας|Ο θησαυρός της θάλασσας]])
** ''Ἀκόμη ὅμως μιὰ δραχμὴ γιὰ τὸν καπνὸ προσθέτει / καὶ '''χάνουν τὰ πασχάλια''' των οἱ τόσοι Περικλέτοι.'' ([[w:Γεώργιος Σουρής|Γεώργιος Σουρής]], [[s:Ο θησαυρός της θάλασσας|Ο θησαυρός της θάλασσας]])
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 12:10, 1 Ιουνίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πασχάλιο τα πασχάλια
      γενική του πασχάλιου
πασχαλίου
των πασχάλιων
πασχαλίων
    αιτιατική το πασχάλιο τα πασχάλια
     κλητική πασχάλιο πασχάλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πασχάλιο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πασχάλιον, ουδέτερο του πασχάλιος

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐σχά‐λι‐ο

πληθυντικός:

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ή
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

πασχάλιο ουδέτερο

Σημειώσεις

  • το πασχάλιο είναι κοινό μεταξύ νεοημερολογιτών και παλαιοημερολογιτών ορθοδόξων χριστιανών και διάφορο μεταξύ ετεροδόξων χριστιανών, η δε αναφορά του γίνεται κατά δόγμα και έτος, π.χ. ορθόδοξο πασχάλιο του 1960, ή καθολικό πασχάλιο του 2000.

Εκφράσεις

  • έχασε / χάνει τ’ αβγά και τα πασχάλια: δεν ξέρει πώς να φερθεί ή γενικότερα αγνοεί πολλά
     συνώνυμα: τα ’χει χάσει / τα ’χει χαμένα
    Η φράση «έχασε τ’ αβγά και τα καλάθια» πολύ συχνά ακούγεται σε παραλλαγή: «έχασε τ’ αβγά και τα πασχάλια». Κανονικά, αυτή η φράση είναι λαθεμένη, συμφυρμός της «έχασε τ’ αβγά και τα καλάθια» και της «έχασε τα πασχάλια» που τη λέμε για κάποιον που τα έχει χαμένα, όπως τον παλιό καιρό οι παπάδες που έχαναν τους τυφλοσούρτες τους και δεν ήξεραν πότε πέφτει το Πάσχα. Κι επειδή το Πάσχα είναι δεμένο με τ’ αβγά τα κόκκινα, εύλογο είναι να συμφύρονται οι δυο φράσεις. (*)
  • (παρωχημένο) έχασε / χάνει τα πασχάλια

Μεταφράσεις