εξαϋλώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
Γραμμή 17: Γραμμή 17:
===={{κλίση}}====
===={{κλίση}}====
{{el-κλίσ-'δηλώνω'}}
{{el-κλίσ-'δηλώνω'}}
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 15:23, 1 Ιουνίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξαϋλώνω < εξ + άυλος < (ελληνιστική κοινήἄϋλος < αρχαία ελληνική ὕλη

Ρήμα

εξαϋλώνω (παθητική φωνή: εξαϋλώνομαι)

  1. μετατρέπω κάτι σε άυλο, αφαιρώ την υλικότητα
  2. Πρότυπο:φυσ μετατρέπω την ύλη σε ενέργεια
  3. (μεταφορικά) αφαιρώ, εξαφανίζω
  4. (μεταφορικά) εξιδανικεύω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις