εξαϋλώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
|||
Γραμμή 17: | Γραμμή 17: | ||
===={{κλίση}}==== |
===={{κλίση}}==== |
||
{{el-κλίσ-'δηλώνω'}} |
{{el-κλίσ-'δηλώνω'}} |
||
{{clear}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
Αναθεώρηση της 15:23, 1 Ιουνίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξαϋλώνω < εξ + άυλος < (ελληνιστική κοινή) ἄϋλος < αρχαία ελληνική ὕλη
Ρήμα
εξαϋλώνω (παθητική φωνή: εξαϋλώνομαι)
- μετατρέπω κάτι σε άυλο, αφαιρώ την υλικότητα
- Πρότυπο:φυσ μετατρέπω την ύλη σε ενέργεια
- (μεταφορικά) αφαιρώ, εξαφανίζω
- (μεταφορικά) εξιδανικεύω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαϋλώνω | εξαΰλωνα | θα εξαϋλώνω | να εξαϋλώνω | εξαϋλώνοντας | |
β' ενικ. | εξαϋλώνεις | εξαΰλωνες | θα εξαϋλώνεις | να εξαϋλώνεις | εξαΰλωνε | |
γ' ενικ. | εξαϋλώνει | εξαΰλωνε | θα εξαϋλώνει | να εξαϋλώνει | ||
α' πληθ. | εξαϋλώνουμε | εξαϋλώναμε | θα εξαϋλώνουμε | να εξαϋλώνουμε | ||
β' πληθ. | εξαϋλώνετε | εξαϋλώνατε | θα εξαϋλώνετε | να εξαϋλώνετε | εξαϋλώνετε | |
γ' πληθ. | εξαϋλώνουν(ε) | εξαΰλωναν εξαϋλώναν(ε) |
θα εξαϋλώνουν(ε) | να εξαϋλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξαΰλωσα | θα εξαϋλώσω | να εξαϋλώσω | εξαϋλώσει | ||
β' ενικ. | εξαΰλωσες | θα εξαϋλώσεις | να εξαϋλώσεις | εξαΰλωσε | ||
γ' ενικ. | εξαΰλωσε | θα εξαϋλώσει | να εξαϋλώσει | |||
α' πληθ. | εξαϋλώσαμε | θα εξαϋλώσουμε | να εξαϋλώσουμε | |||
β' πληθ. | εξαϋλώσατε | θα εξαϋλώσετε | να εξαϋλώσετε | εξαϋλώστε | ||
γ' πληθ. | εξαΰλωσαν εξαϋλώσαν(ε) |
θα εξαϋλώσουν(ε) | να εξαϋλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξαϋλώσει | είχα εξαϋλώσει | θα έχω εξαϋλώσει | να έχω εξαϋλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξαϋλώσει | είχες εξαϋλώσει | θα έχεις εξαϋλώσει | να έχεις εξαϋλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξαϋλώσει | είχε εξαϋλώσει | θα έχει εξαϋλώσει | να έχει εξαϋλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαϋλώσει | είχαμε εξαϋλώσει | θα έχουμε εξαϋλώσει | να έχουμε εξαϋλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξαϋλώσει | είχατε εξαϋλώσει | θα έχετε εξαϋλώσει | να έχετε εξαϋλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαϋλώσει | είχαν εξαϋλώσει | θα έχουν εξαϋλώσει | να έχουν εξαϋλώσει |
|