συντεταγμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις χωρίς κενές γραμμές |
||
Γραμμή 15: | Γραμμή 15: | ||
{{κοιτ}} [[συντεταγμένη]] ως ουσιαστικό |
{{κοιτ}} [[συντεταγμένη]] ως ουσιαστικό |
||
{{clear}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
Αναθεώρηση της 02:58, 4 Ιουνίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συντεταγμένος < λόγια μετοχή του ρήματος συντάσσομαι
Μετοχή
συντεταγμένος
- αυτός που βρίσκεται σε τάξη (συχνά για στρατιωτικές μονάδες ή για συγκεντρωμένα πλήθη που κινούνται όχι άτακτα, αλλά με πειθαρχία ή ομαδικά)
Συνώνυμα
- συνταγμένος (κυρίως για κάτι σχετικό με σύνταξη άρθρων, κειμένων)
Συγγενικά
- συντεταγμένα επίρρημα
- σύνταγμα
- συντακτικό
συντεταγμένη ως ουσιαστικό