φανουρόπιτα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
{{el-κλίση-'πέστροφα'}}
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίση-'νότα'}}
{{el-κλίση-'πέστροφα'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < [[Φανούριος|Φανούρ(ιος]] + {{πρόσφ|-ό-|πίτα|0=-}}
: '''{{PAGENAME}}''' < [[Φανούριος|Φανούρ(ιος]] + {{πρόσφ|-ό-|πίτα|0=-}}

Αναθεώρηση της 08:03, 17 Ιουνίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φανουρόπιτα οι φανουρόπιτες
      γενική της φανουρόπιτας
    αιτιατική τη φανουρόπιτα τις φανουρόπιτες
     κλητική φανουρόπιτα φανουρόπιτες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φανουρόπιτα < Φανούρ(ιος + -ό- + πίτα

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐νου‐ρό‐πι‐τα

Ουσιαστικό

Κομμάτι φανουρόπιτας

φανουρόπιτα θηλυκό

  • (γαστρονομία, λαογραφία) γλυκιά πίτα που παρασκευάζεται για την ημέρα της εορτής του Αγίου Φανουρίου, για να βοηθήσει ο άγιος να φανερωθεί κάτι, κυρίως γαμπρός για τις ανύπαντρες κοπέλες[1]
    ※ Κι έβαλα ένα κερί αναμμένο κάτω στο πάτωμα δίπλα στην εικόνα του Χριστούλη και ζύμωσα με τα δώδεκα υλικά μια φανουρόπιτα, την έψησα και φάγαμε οι τρεις μας, εγώ, η αδελφή μου και η μάνα μου. (Σοφία Φιλιππίδου, Με μια σκάλα στο φεγγάρι, (Αθήνα: Καστανιώτης, 2014), σελ. 249)

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)