αμύγδαλο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→{{σύνθετα}}: ===={{βλέπε}}==== * αθάσι |
{{ετ|τρόφιμο}} |
||
Γραμμή 7: | Γραμμή 7: | ||
[[Αρχείο:Blanched almonds.jpg|thumb|καθαρισμένα '''αμύγδαλα''']] |
[[Αρχείο:Blanched almonds.jpg|thumb|καθαρισμένα '''αμύγδαλα''']] |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
||
* ο [[καρπός]] του δένδρου [[αμυγδαλιά]] (''Amygdalus communis'') |
* {{ετ|τρόφιμο}} ο [[καρπός]] του δένδρου [[αμυγδαλιά]] (''Amygdalus communis'') |
||
===={{συνώνυμα}}==== |
===={{συνώνυμα}}==== |
||
* |
* [[μύγδαλο]] {{ετ|οικείο|00=-}} |
||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
Γραμμή 17: | Γραμμή 17: | ||
===={{σύνθετα}}==== |
===={{σύνθετα}}==== |
||
* [[αμυγδαλο-]] |
* [[αμυγδαλο-]] {{π-κατ||αμυγδαλο-}} |
||
''όπως'' |
|||
* [[αμυγδαλοειδής]] |
* [[αμυγδαλοειδής]] |
||
* [[αμυγδαλόλαδο]] |
* [[αμυγδαλόλαδο]] |
||
Γραμμή 23: | Γραμμή 24: | ||
* [[αμυγδαλόφλουδα]] |
* [[αμυγδαλόφλουδα]] |
||
* [[αμυγδαλόψιχα]] |
* [[αμυγδαλόψιχα]] |
||
===={{βλέπε}}==== |
===={{βλέπε}}==== |
||
* [[αθάσι]] |
* [[αθάσι]] |
Αναθεώρηση της 10:44, 18 Ιουλίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αμύγδαλο | τα | αμύγδαλα |
γενική | του | αμύγδαλου & αμυγδάλου |
των | αμύγδαλων & αμυγδάλων |
αιτιατική | το | αμύγδαλο | τα | αμύγδαλα |
κλητική | αμύγδαλο | αμύγδαλα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- αμύγδαλο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀμύγδαλον
Ουσιαστικό
αμύγδαλο ουδέτερο
Συνώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
όπως
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τρόφιμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)