αλιφασκιά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
μ pwb.py update labels ετικέτες |
||
Γραμμή 5: | Γραμμή 5: | ||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
||
#{{βοτ}} {{λαϊκ}} το [[φυτό]] [[φασκομηλιά]] |
#{{ετ|βοτ}} {{λαϊκ}} το [[φυτό]] [[φασκομηλιά]] |
||
#το [[αφέψημα]] που φτιάχνεται από τα φύλλα του (1) |
#το [[αφέψημα]] που φτιάχνεται από τα φύλλα του (1) |
||
#:{{συνων}} [[φασκόμηλο]] |
#:{{συνων}} [[φασκόμηλο]] |
Αναθεώρηση της 14:38, 26 Ιουλίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλιφασκιά | οι | αλιφασκιές |
γενική | της | αλιφασκιάς | των | αλιφασκιών |
αιτιατική | την | αλιφασκιά | τις | αλιφασκιές |
κλητική | αλιφασκιά | αλιφασκιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- αλιφασκιά < μεσαιωνική ελληνική αλισφακιά < αρχαία ελληνική ἐλελίσφακος
Ουσιαστικό
αλιφασκιά θηλυκό
- (βοτανική) (λαϊκότροπο) το φυτό φασκομηλιά
- το αφέψημα που φτιάχνεται από τα φύλλα του (1)
Άλλες μορφές
Μεταφράσεις
αλιφασκιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)