τιμή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
{{grc-κλίση-'ψυχή'
Γραμμή 18: Γραμμή 18:
===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
{{κεντρικό|τιμ-}}
{{κεντρικό|τιμ-}}
{{((|κολόνες=3}|width=80%}
{{((|κολόνες=3}|width=80%}}
* [[αδιατίμητος]]
* [[αδιατίμητος]]
* [[αληθοτιμή]]
* [[αληθοτιμή]]
Γραμμή 103: Γραμμή 103:
{{λίστα2|τιμος|σομιτ}}
{{λίστα2|τιμος|σομιτ}}
{{clear}}
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή|χρηματική αξία}}
{{μτφ-αρχή|χρηματική αξία}}

Αναθεώρηση της 21:01, 19 Σεπτεμβρίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τιμή οι τιμές
      γενική της τιμής των τιμών
    αιτιατική την τιμή τις τιμές
     κλητική τιμή τιμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τιμή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τιμή

Ουσιαστικό

τιμή θηλυκό

  1. το χρηματικό ποσό που πληρώνει κανείς για να αποκτήσει ένα ορισμένο πράγμα ή υπηρεσία
  2. ο σεβασμός που έχουν ή δείχνουν άλλοι για κάποιον, και η δήλωση αυτού του σεβασμού
  3. η προσωπική αντίληψη κάποιου για τη δική του αξία που απορρέει από τη φύση του ως ανθρώπου
  4. η καλή φήμη κάποιου η οποία στηρίζεται στην προσωπική αίσθηση του ηθικού ορθού και δικαίου
  5. προνόμιο
    ήταν τιμή μου να γευματίσω με τον τάδε
  6. (μαθηματικά) μέγεθος ή ποσότητα που εκφράζει μια μεταβλητή
  7. (προγραμματισμός) value: το περιεχόμενο μεταβλητής (variable) ή το αποτέλεσμα συνάρτησης (return value) που μπορεί να είναι ένας αρχέγονος τύπος (primitive) ή ένας σύνθετος (composite data type)

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
τιμ- 

  Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
  Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-τιμος»

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τῑμᾱ-
ονομαστική τιμή αἱ τιμαί
      γενική τῆς τιμῆς τῶν τιμῶν
      δοτική τῇ τιμ ταῖς τιμαῖς
    αιτιατική τὴν τιμήν τὰς τιμᾱ́ς
     κλητική ! τιμή τιμαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τιμᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  τιμαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τιμή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷi-mā- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷei- (τιμή, αξία)

Ουσιαστικό

τιμή θηλυκό

  1. η ένδειξη σεβασμού, η αναγνώριση της αξίας
  2. το αξίωμα, η εξουσία
  3. (κατ’ επέκταση) το πρόσωπο που έχει αξίωμα
  4. η τιμητική προσφορά
  5. ο προσδιορισμός της περιουσίας
  6. η εκτίμηση της ζημιάς
  7. (συνεκδοχικά) η αποζημίωση σαν ποινή

Συγγενικά

Πηγές