αντίκλητος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
μ pwb.py Format errors, διαστήματα, εσοχές |
||
Γραμμή 6: | Γραμμή 6: | ||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{αθ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{αθ}} |
||
*{{νομ}} {{λόγιο}} [[πληρεξούσιος]] που έχει [[εξουσιοδοτώ|εξουσιοδοτηθεί]] να [[εκπροσωπώ|εκπροσωπεί]] ή να [[αναπληρώνω|αναπληρώνει]] κάποιον σε νομικές υποθέσεις |
* {{νομ}} {{λόγιο}} [[πληρεξούσιος]] που έχει [[εξουσιοδοτώ|εξουσιοδοτηθεί]] να [[εκπροσωπώ|εκπροσωπεί]] ή να [[αναπληρώνω|αναπληρώνει]] κάποιον σε νομικές υποθέσεις |
||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
*{{βλ|αντί|κλητός|καλώ}} |
* {{βλ|αντί|κλητός|καλώ}} |
||
{{clear}} |
{{clear}} |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 00:52, 22 Σεπτεμβρίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αντίκλητος | οι | αντίκλητοι |
γενική | του | αντίκλητου & αντικλήτου |
των | αντίκλητων & αντικλήτων |
αιτιατική | τον | αντίκλητο | τους | αντίκλητους & αντικλήτους |
κλητική | αντίκλητε | αντίκλητοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
αντίκλητος αρσενικό ή θηλυκό
- Πρότυπο:νομ (λόγιο) πληρεξούσιος που έχει εξουσιοδοτηθεί να εκπροσωπεί ή να αναπληρώνει κάποιον σε νομικές υποθέσεις