μετάξι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py ΔΦΑ - ipa 1st parameter language code |
|||
Γραμμή 5: | Γραμμή 5: | ||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
{{ΔΦΑ| |
{{ΔΦΑ|el|meˈta.ksi}} |
||
: {{συλλ|με|τά|ξι}} |
: {{συλλ|με|τά|ξι}} |
||
Αναθεώρηση της 11:57, 30 Σεπτεμβρίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μετάξι | τα | μετάξια |
γενική | του | μεταξιού | των | μεταξιών |
αιτιατική | το | μετάξι | τα | μετάξια |
κλητική | μετάξι | μετάξια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- μετάξι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μετάξιον, υποκοριστικό του μέταξα
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈta.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τά‐ξι
Ουσιαστικό
μετάξι ουδέτερο
- ιξώδης ουσία με μεγάλη αντοχή και λεπτή, λεία και απαλή υφή που εκκρίνεται σε ινώδη μορφή από το κουκούλι του μεταξοσκώληκα
- ↪ τον Ιούνιο μαζεύουν το μετάξι
- (συνεκδοχικά) η κλωστή που κατασκευάζεται από το κουκούλι του μεταξοσκώληκα και χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη στην υφαντουργία
- ↪ η κλωστοϋφαντουργία μας χρησιμοποιεί μετάξι ως πρώτη ύλη
- (συνεκδοχικά) το ύφασμα που παράγεται από κλωστή μεταξιού, το μεταξωτό
- ↪ το φόρεμά της είναι φτιαγμένο από μετάξι, γι' αυτό γυαλίζει τόσο
- (μεταφορικά) καθετί με απαλή υφή και λάμψη σαν το μετάξι
- ↪ δέρμα σαν μετάξι
Εκφράσεις
- ο δρόμος του μεταξιού: η ιστορική εμπορική διαδρομή που ακολουθούσαν οι έμποροι και εισαγωγείς αγαθών και ιδεών από την Κίνα στην Ευρώπη κι αντίστροφα
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
μετάξι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)