λαλιά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
μ pwb.py ΔΦΑ - ipa 1st parameter language code |
||
Γραμμή 5: | Γραμμή 5: | ||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
{{ΔΦΑ| |
{{ΔΦΑ|el|laˈʎa}} |
||
: {{συλλ|λα|λιά}} |
: {{συλλ|λα|λιά}} |
||
Αναθεώρηση της 16:07, 30 Σεπτεμβρίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λαλιά | οι | λαλιές |
γενική | της | λαλιάς | των | λαλιών |
αιτιατική | τη | λαλιά | τις | λαλιές |
κλητική | λαλιά | λαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- λαλιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λαλιά < λαλῶ
Προφορά
- ΔΦΑ : /laˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐λιά
Ουσιαστικό
λαλιά θηλυκό
- η φωνή, η μιλιά, η ομιλία, η ικανότητα του να μιλάει κανείς
- ↪ έχασε τη λαλιά του
- η γλώσσα
- ↪ η ελληνική λαλιά
Εκφράσεις
- χάνω τη λαλιά μου → δείτε την έκφραση: μένω άγαλμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)