προσβολή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
μ pwb.py ΔΦΑ - ipa 1st parameter language code |
||
Γραμμή 5: | Γραμμή 5: | ||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
{{ΔΦΑ| |
{{ΔΦΑ|el|pɾo.zvoˈli}} |
||
: {{συλλ|προ|σβο|λή}} |
: {{συλλ|προ|σβο|λή}} |
||
: {{συλλ|παλ=1|προσ|βο|λή}} |
: {{συλλ|παλ=1|προσ|βο|λή}} |
Αναθεώρηση της 07:14, 1 Οκτωβρίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσβολή < αρχαία ελληνική προσβολή < προσβάλλω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.zvoˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σβο‐λή
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐βο‐λή
Ουσιαστικό
προσβολή θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσβάλλω· η φυσική, λεκτική ή ηθική επίθεση ή βιαιοπραγία ή κτύπημα που έχει σα σκοπό να καταστρέψει, συνήθως:
- κάποιον στρατιωτικό στόχο
- η προσβολή των εχθρικών θέσεων με πυρά πυροβολικού άρχισε στις 6 το πρωί
- την υγεία
- η πληγή που έμεινε ανοιχτή είχε σαν αποτέλεσμα την προσβολή της υγείας του ατόμου από διάφορα βακτηρίδια
- της ηθική και την αξιοπρέπεια
- δεν έχει ξεπεράσει ακόμα την προσβολή που του έγινε από τον γείτονα επάνω στο γλέντι
- (συνεκδοχικά) (μεταφορικά) υποτίμηση
- αυτό είναι προσβολή στη νοημοσύνη μας
- κάποιον στρατιωτικό στόχο
- (νομικός όρος) αμφισβήτηση της εγκυρότητας