εξογκώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
μ pwb.py ΔΦΑ - ipa 1st parameter language code
Γραμμή 5: Γραμμή 5:


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|γλ=el|e.ksoŋˈɡo.no}}
{{ΔΦΑ|el|e.ksoŋˈɡo.no}}
: {{συλλ|ε|ξο|γκώ|νω}}
: {{συλλ|ε|ξο|γκώ|νω}}
: {{συλλ|παλ=1|εξ|ογ|κώ|νω}}
: {{συλλ|παλ=1|εξ|ογ|κώ|νω}}

Αναθεώρηση της 08:55, 1 Οκτωβρίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξογκώνω < αρχαία ελληνική ἐξογκ(ῶ), συνηρημένος τύπος του ἐξογκόω + -ώνω → δείτε και τη λέξη όγκος

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ksoŋˈɡo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξο‐γκώ‐νω
παλιότερος συλλαβισμός: εξ‐ογ‐κώ‐νω

Ρήμα

εξογκώνω, αόρ.: εξόγκωσα, παθ.φωνή: εξογκώνομαι, π.αόρ.: εξογκώθηκα, μτχ.π.π.: εξογκωμένος

  1. άλλη μορφή του διογκώνω, αυξάνω τον όγκο
  2. προκαλώ την εμφάνιση εξογκώματος
  3. (μεταφορικά) δίνω σε κάτι μεγαλύτερη σημασία ή αξία απ’ όση πραγματικά έχει

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις