αμάρτυρος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py Format errors, διαστήματα, εσοχές
μ pwb.py ΔΦΑ - ipa 1st parameter language code
Γραμμή 6: Γραμμή 6:


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|γλ=el|aˈmaɾ.ti.ɾos}}
{{ΔΦΑ|el|aˈmaɾ.ti.ɾos}}
: {{συλλ|α|μάρ|τυ|ρος}}
: {{συλλ|α|μάρ|τυ|ρος}}



Αναθεώρηση της 12:11, 1 Οκτωβρίου 2021

Δείτε επίσης: Κατηγορία:Αμάρτυροι τύποι

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμάρτυρος η αμάρτυρη το αμάρτυρο
      γενική του αμάρτυρου της αμάρτυρης του αμάρτυρου
    αιτιατική τον αμάρτυρο την αμάρτυρη το αμάρτυρο
     κλητική αμάρτυρε αμάρτυρη αμάρτυρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμάρτυροι οι αμάρτυρες τα αμάρτυρα
      γενική των αμάρτυρων των αμάρτυρων των αμάρτυρων
    αιτιατική τους αμάρτυρους τις αμάρτυρες τα αμάρτυρα
     κλητική αμάρτυροι αμάρτυρες αμάρτυρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμάρτυρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀμάρτυρος (χωρίς μάρτυρες ή μαρτυρία) < ἀ- + μάρτυς, σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική unbezeugt ή την αγγλική unattested[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈmaɾ.ti.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐μάρ‐τυ‐ρος

Επίθετο

αμάρτυρος, -η, -ο

  1. που δεν υπάρχει μαρτυρία γι’ αυτόν, δεν αποδεικνύεται
  2. (γλωσσολογία) για όρο ή λέξη που δεν εντοπίζεται σε υπάρχον γραπτό κείμενο, αλλά εικάζεται ότι υπήρξε τουλάχιστον προφορική χρήση της. Σημειώνεται το σύμβολο * (αστερίσκος) μπροστά από τη λέξη.
    1. (στην κλασική φιλολογία) τύπος ή λέξη που δεν μαρτυρείται, δεν σώζεται σε αρχαίο κείμενο, αλλά τη γνωρίζουμε από άλλη της μορφή (κλιτικό τύπο ή σύνθετη λέξη) ή από σχόλια γραμματικών και λεξικογράφων
      παράδειγμα: η αρχαία ελληνική λέξη *λύκη που απαντά σε σύνθετα όπως: ἀμφιλύκη
    2. (ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία) τύποι (ρίζες, λέξεις) υποθετικών γλωσσών, στους οποίους φθάνουμε με τους αυστηρούς κανόνες της ανασύνθεσηςεπανασύνθεσης)
      παράδειγμα: για το ρήμα ἄγω η πρωτοελληνική *ágō (*ágōστο en.wiktionary)
      παράδειγμα: πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ph₂tḗr (δείτε την αρχαία πατήρ)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)