μερισμός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ενημέρωση ΔΦΑ, = επιμερισμός πηγή // + ΑΡΧ ζητούμενο (μπλε σύνδεσμος)
μ pwb.py ΔΦΑ - ipa 1st parameter language code
Γραμμή 5: Γραμμή 5:


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|γλ=el|me.ɾiˈzmos}}
{{ΔΦΑ|el|me.ɾiˈzmos}}
: {{συλλ|με|ρι|σμός}}
: {{συλλ|με|ρι|σμός}}



Αναθεώρηση της 13:29, 1 Οκτωβρίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίση-'αγρός'

Ετυμολογία

μερισμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μερισμός < μερίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐ρι‐σμός

Ουσιαστικό

μερισμός αρσενικό

  1. συνώνυμο του επιμερισμός
  2. (αριθμητική) θεματική ενότητα της πρακτικής αριθμητικής που ασχολείται με το μοίρασμα διάφορων ποσοτήτων, κυρίως οικονομικών, σε μέρη ανάλογα κάποιων δοθέντων αριθμών
    → δείτε τη λέξη διαίρεση

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις

Πηγές




Αρχαία ελληνικά (grc)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μερισμός οἱ μερισμοί
      γενική τοῦ μερισμοῦ τῶν μερισμῶν
      δοτική τῷ μερισμ τοῖς μερισμοῖς
    αιτιατική τὸν μερισμόν τοὺς μερισμούς
     κλητική ! μερισμέ μερισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μερισμώ
γεν-δοτ τοῖν  μερισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μερισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μερισμός αρσενικό

Πηγές