écart: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py Format errors, διαστήματα, τελείες |
μ pwb.py ΔΦΑ - ipa 1st parameter language code |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
{{ΔΦΑ| |
{{ΔΦΑ|fr|e.kaʁ}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
Αναθεώρηση της 12:04, 2 Οκτωβρίου 2021
Γαλλικά (fr)
Προφορά
Ετυμολογία
- écart < écarter
Ουσιαστικό
ενικός | πληθυντικός |
écart | écarts |
écart (fr) αρσενικό
- η απόσταση
- (μαθηματικά) η διαφορά
- (γλωσσολογία) λογοτεχνική μορφή που απομακρύνεται από αυτό που θεωρείται συνηθισμένο
- (μεταφορικά) το παραστράτισμα, η παρεκτροπή
- απομακρυσμένος τόπος
- σπαγγάτο
- (οικονομία) εκάρ, σπρεντ
Εκφράσεις
Συγγενικά
Ετυμολογία
- écart < écarter
Ουσιαστικό
ενικός | πληθυντικός |
écart | écarts |
écart (fr) αρσενικό
- (σε χαρτοπαίγνια) το ξεφύλλισμα