écart: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py ΔΦΑ - ipa 1st parameter language code |
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 13: | Γραμμή 13: | ||
# {{ετ|μαθ|fr}} η [[διαφορά]] |
# {{ετ|μαθ|fr}} η [[διαφορά]] |
||
# {{ετ|γλωσσ|fr}} λογοτεχνική μορφή που απομακρύνεται από αυτό που θεωρείται συνηθισμένο |
# {{ετ|γλωσσ|fr}} λογοτεχνική μορφή που απομακρύνεται από αυτό που θεωρείται συνηθισμένο |
||
# {{μτφρ}} το [[παραστράτισμα]], η [[παρεκτροπή]] |
# {{μτφρ}} το [[παραστράτισμα]], η [[παρεκτροπή]], η [[παρέκκλιση]] |
||
# απομακρυσμένος [[τόπος]] |
# απομακρυσμένος [[τόπος]] |
||
# [[σπαγγάτο]] |
# [[σπαγγάτο]] |
Τελευταία αναθεώρηση της 19:29, 5 Οκτωβρίου 2021
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- écart < écarter
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
écart | écarts |
écart (fr) αρσενικό
- η απόσταση
- (μαθηματικά) η διαφορά
- (γλωσσολογία) λογοτεχνική μορφή που απομακρύνεται από αυτό που θεωρείται συνηθισμένο
- (μεταφορικά) το παραστράτισμα, η παρεκτροπή, η παρέκκλιση
- απομακρυσμένος τόπος
- σπαγγάτο
- (οικονομία) εκάρ, σπρεντ
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- écart < écarter
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
écart | écarts |
écart (fr) αρσενικό
- (σε χαρτοπαίγνια) το ξεφύλλισμα