κίνδυνος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Tokpa10 (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
ΝΕΛΛ +προφορά, +εκφράσεις ΑΡΧ +κλίση // Ωραία, Χρήστης:Topka10 βάλατε ορισμό. Η δίεση (αντί για αστερίσκο) που έβαλα δημιουργεί αρίθμηση
Γραμμή 2: Γραμμή 2:
{{el-κλίση-'όροφος'}}
{{el-κλίση-'όροφος'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc|el|0=-|κίνδυνος}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc|el|κίνδυνος}}

==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|el|ˈcin.ði.nos}}
: {{συλλ|κίν|δυ|νος}}


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
* οποιαδήποτε δυνατότητα έλευσης [[απώλεια]]ς ή ζημίας (ζωής ή αγαθών)
# οποιαδήποτε δυνατότητα έλευσης [[απώλεια]]ς ή ζημίας (ζωής ή αγαθών)
* οποιαδήποτε δύσκολη [[κατάσταση]] βρισκόμαστε και υπάρχει [[φόβος]]
# οποιαδήποτε δύσκολη [[κατάσταση]] βρισκόμαστε και υπάρχει [[φόβος]]

==={{εκφράσεις}}===
* [[έξοδος κινδύνου]]
* [[κίνδυνος θάνατος]]


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
Γραμμή 78: Γραμμή 86:


=={{-grc-}}==
=={{-grc-}}==
{{grc-κλίση-'θρίαμβος'}}

==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
'''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία|grc}}
'''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία|grc}}

Αναθεώρηση της 21:16, 30 Νοεμβρίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κίνδυνος οι κίνδυνοι
      γενική του κινδύνου
κίνδυνου
των κινδύνων
    αιτιατική τον κίνδυνο τους κινδύνους
     κλητική κίνδυνε κίνδυνοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κίνδυνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κίνδυνος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈcin.ði.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κίν‐δυ‐νος

Ουσιαστικό

κίνδυνος αρσενικό

  1. οποιαδήποτε δυνατότητα έλευσης απώλειας ή ζημίας (ζωής ή αγαθών)
  2. οποιαδήποτε δύσκολη κατάσταση βρισκόμαστε και υπάρχει φόβος

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κίνδυνος οἱ κίνδυνοι
      γενική τοῦ κινδύνου τῶν κινδύνων
      δοτική τῷ κινδύν τοῖς κινδύνοις
    αιτιατική τὸν κίνδυνον τοὺς κινδύνους
     κλητική ! κίνδυνε κίνδυνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κινδύνω
γεν-δοτ τοῖν  κινδύνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κίνδυνος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κίνδυνος αρσενικό

Συγγενικά

Πηγές