συντεταγμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py Format errors, διαστήματα, εσοχές |
μ Ρομπότ: Αυτόματη αντικατάσταση κειμένου (-{{el-κλίσ-'όμορφος +{{el-κλίση-'όμορφος) |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el- |
{{el-κλίση-'όμορφος'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[λόγια]] μετοχή του ρήματος [[συντάσσομαι]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[λόγια]] μετοχή του ρήματος [[συντάσσομαι]] |
Αναθεώρηση της 22:25, 3 Δεκεμβρίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συντεταγμένος < λόγια μετοχή του ρήματος συντάσσομαι
Μετοχή
συντεταγμένος
- αυτός που βρίσκεται σε τάξη (συχνά για στρατιωτικές μονάδες ή για συγκεντρωμένα πλήθη που κινούνται όχι άτακτα, αλλά με πειθαρχία ή ομαδικά)
Συνώνυμα
- συνταγμένος (κυρίως για κάτι σχετικό με σύνταξη άρθρων, κειμένων)
Συγγενικά
- συντεταγμένα επίρρημα
- σύνταγμα
- συντακτικό
συντεταγμένη ως ουσιαστικό