έτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py ΔΦΑ - ipa 1st parameter language code
Γραμμή 96: Γραμμή 96:
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|XXX}} -->
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|XXX}} -->
* {{mk}} : {{τ|mk|година}}
* {{mk}} : {{τ|mk|година}}
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} -->
* {{sk}} : {{τ|sk|rok}}
<!-- * {{sl}} : {{τ|sl|XXX}} -->
<!-- * {{sl}} : {{τ|sl|XXX}} -->
<!-- * {{sw}} : {{τ|sw|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sw}} : {{τ|sw|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 20:50, 3 Ιανουαρίου 2022

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έτος τα έτη
      γενική του έτους των ετών
    αιτιατική το έτος τα έτη
     κλητική έτος έτη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έτος < αρχαία ελληνική ἔτος < ϝέτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wétos < *wet- (έτος) + *-os

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.tos/

Ουσιαστικό

έτος ουδέτερο

  1. χρονική περίοδος κατά την οποία η γη συμπληρώνει μία πλήρη περιφορά γύρω από τον ήλιο
  2. χρονική περίοδος αντίστοιχη με το χρόνο περιφοράς της γης γύρω από τον ήλιο· ισοδυναμεί με 12 μήνες ή 365 μέρες, όμως καθορίζεται συμβατικά από τις ανθρώπινες κοινωνίες και κατά καιρούς διαφέρει
    σεληνιακό έτος, δίσεκτο έτος
  3. χρονική περίοδος που σχετίζεται με έναν ετήσιο κύκλο ανθρώπινων δραστηριοτήτων
    οικονομικό έτος, σχολικό έτος, ακαδημαϊκό έτος

Εκφράσεις

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα
Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις