σκότα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ PAWS - συντήρηση: μείον κενές γραμμές στις Μεταφράσεις |
μ PAWS - συντήρηση: μείον κενές γραμμές στις Μεταφράσεις |
||
Γραμμή 10: | Γραμμή 10: | ||
{{clear}} |
{{clear}} |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
<!-- * {{en}} : {{τ|en|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{en}} : {{τ|en|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 08:37, 25 Ιανουαρίου 2022
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκότα | οι | σκότες |
γενική | της | σκότας | — | |
αιτιατική | τη | σκότα | τις | σκότες |
κλητική | σκότα | σκότες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- σκότα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σκότα θηλυκό
- το σκοινί που χρησιμοποιείται στο πλοίο για την ρύθμιση του ανοίγματος των πανιών.
Μεταφράσεις
σκότα
|