στερητικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ PAWS - συντήρηση: μείον κενές γραμμές στις Μεταφράσεις
μ PAWS - συντήρηση: μείον κενές γραμμές στις Μεταφράσεις
Γραμμή 23: Γραμμή 23:
{{clear}}
{{clear}}
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
<!-- * {{en}} : {{τ|en|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{en}} : {{τ|en|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 10:18, 25 Ιανουαρίου 2022

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στερητικός η στερητική το στερητικό
      γενική του στερητικού της στερητικής του στερητικού
    αιτιατική τον στερητικό τη στερητική το στερητικό
     κλητική στερητικέ στερητική στερητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στερητικοί οι στερητικές τα στερητικά
      γενική των στερητικών των στερητικών των στερητικών
    αιτιατική τους στερητικούς τις στερητικές τα στερητικά
     κλητική στερητικοί στερητικές στερητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στερητικός < στέρηση

Προφορά

ΔΦΑ : /ste.ɾi.tiˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ste.ɾi.tiˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ste.ɾi.tiˈko/ ουδέτερο

Επίθετο

στερητικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τη στέρηση
  2. που προκαλεί στέρηση
  3. (ιατρική) που οφείλεται σε στέρηση:
  4. (γλωσσολογία) → δείτε τη λέξη στερητικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις