απαλλάσσω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py ΔΦΑ - ipa 1st parameter language code
μ PAWS - συντήρηση: αφαίρεση μτφ-μέση από τις Μεταφράσεις
 
Γραμμή 56: Γραμμή 56:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} -->

Τελευταία αναθεώρηση της 02:31, 28 Ιανουαρίου 2022

Δείτε επίσης: ἀπαλλάσσω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απαλλάσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαλλάσσω < ἀπό (απ-) + ἀλλάσσω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.paˈla.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐παλ‐λάσ‐σω

Ρήμα[επεξεργασία]

απαλλάσσω , πρτ.: απάλλασσα, στ.μέλλ.: θα απαλλάξω, αόρ.: απάλλαξα/απήλλαξα, παθ.φωνή: απαλλάσσομαι, π.αόρ.: απαλλάχτηκα/απαλλάγηκα/απηλλάγην, μτχ.π.π.: απαλλαγμένος

  1. (μεταβατικό) ελευθερώνω κάποιον ή κάτι από ένα βάρος, υλικό ή ηθικό, γλιτώνω
    Απαλλάχτηκα επιτέλους από τη γυναίκα μου. Τώρα θα βασανίζει άλλον!
    Απαλλάχτηκα από τα χρέη και βρήκα την ηρεμία μου
  2. εξαιρώ από υποχρέωση
    Επιτέλους απαλλάχτηκα. Πήρα την απαλλαγή μου απο το στρατό.
  3. αθωώνω
    Απηλλάγη με βούλευμα πλημμελιοδικών.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Παθητικοί αόριστοι, π.αόρ.: απαλλάχτηκα/απαλλάχθηκα/απαλλάγηκα/απηλλάγην συνήθως στο τρίτο πρόσωπο: απηλλάγη, πληθ.: απηλλάγησαν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]