εξογκώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ PAWS - συντήρηση: μείον κενές γραμμές στις Μεταφράσεις
μ PAWS - συντήρηση: αφαίρεση μτφ-μέση από τις Μεταφράσεις
 
Γραμμή 51: Γραμμή 51:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} -->

Τελευταία αναθεώρηση της 23:28, 29 Ιανουαρίου 2022

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξογκώνω < αρχαία ελληνική ἐξογκ(ῶ), συνηρημένος τύπος του ἐξογκόω + -ώνω → δείτε και τη λέξη όγκος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ksoŋˈɡo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξο‐γκώ‐νω
παλιότερος συλλαβισμός: εξ‐ογ‐κώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

εξογκώνω, αόρ.: εξόγκωσα, παθ.φωνή: εξογκώνομαι, π.αόρ.: εξογκώθηκα, μτχ.π.π.: εξογκωμένος

  1. άλλη μορφή του διογκώνω, αυξάνω τον όγκο
  2. προκαλώ την εμφάνιση εξογκώματος
  3. (μεταφορικά) δίνω σε κάτι μεγαλύτερη σημασία ή αξία απ’ όση πραγματικά έχει

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]