στερητικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ PAWS - συντήρηση: μείον κενές γραμμές στις Μεταφράσεις |
μ PAWS - συντήρηση: αφαίρεση μτφ-μέση από τις Μεταφράσεις |
||
Γραμμή 54: | Γραμμή 54: | ||
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} --> |
||
{{μτφ-μέση}} |
|||
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 21:06, 3 Φεβρουαρίου 2022
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στερητικός < στέρηση
Προφορά
- ΔΦΑ : /ste.ɾi.tiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ste.ɾi.tiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ste.ɾi.tiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο
στερητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη στέρηση
- που προκαλεί στέρηση
- (ιατρική) που οφείλεται σε στέρηση:
- (γλωσσολογία) → δείτε τη λέξη στερητικό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
στερητικός
|