τραβέρσα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
μ PAWS - συντήρηση: αφαίρεση μτφ-μέση από τις Μεταφράσεις
 
Γραμμή 39: Γραμμή 39:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} -->

Τελευταία αναθεώρηση της 11:33, 4 Φεβρουαρίου 2022

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραβέρσα οι τραβέρσες
      γενική της τραβέρσας των (τραβερσών)
    αιτιατική την τραβέρσα τις τραβέρσες
     κλητική τραβέρσα τραβέρσες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τραβέρσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική traversa

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τραβέρσα θηλυκό

  1. δοκάρι που χρησιμοποιείται σταυρωτά με κάποιο άλλο σε κατασκευές
  2. (ειδικότερα) το δοκάρι, συνήθως ξύλινο, πάνω στο οποίο στηρίζονται οι μεταλλικές ράγες στο σιδηροδρομικό δίκτυο
  3. (γενικότερα) ξύλινο ή μεταλλικό δοκάρι που χρησιμοποιείται σε κατασκευές
  4. λεπτό, μεγάλο και μακρόστενο υφαντό ή πλεκτό που χρησιμοποιείται σαν διακοσμητικό σε έπιπλα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]